Friday, February 1, 2019

Χαροκοπικόν

Στα πάρα πολύ παλιά, μα πάρα πολύ παλιά όμως, χρόνια - δηλαδή τότε που τα παλιά χρόνια ήταν ακόμα μέλλοντας αδιανοητικός - όταν ακόμη ο Άδης είχε κάποιο σχετικό κύρος και δεν κατέφτανε στις πύλες του ο πάσα ένας, ο Χάροντας μαθήτευε τότε ακόμη την τέχνη του περαματάρη, αμούστακο παληκαράκι, γεμάτο ζήλο και ιδανικά.

Στην αρχή, σα παραλάμβανε τα μπουλούκια που ξεφόρτωνε ο Ερμής, δεχόταν τις ψυχές με την αμηχανία 'κείνου που δε νογά καλά-καλά το τι συμβαίνει. Αφουγκραζόταν τους ψιθύρους των σκιών που κατέφταναν μία μετά την άλλη και, μέσα στις ασάλευτες αβύσσους των ματιών του, το σκοτάδι έμοιαζε για μια στιγμή να παίρνει σχήμα. Δεν έλεγε να δεχτεί το παραμικρό αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του. Ο σεβασμός του για τούτα τα αμενηνά σαρκία, που σέρνονταν αλυσοδεμένα σε μια μοίρα από τον ίδιο ακατανόητη, αναδυόταν πηγαίος κι απροσμέτρητος. Σα τακτοποιούσε τους ξεθωριασμένους επιβάτες στις υπολογισμένες θέσεις, ζύγιζε με το μάτι απ' άκρη σ' άκρη το στενό σκαρί - να 'ναι στα πάντα του καταπώς πρέπει - κι έπιανε να κωπηλατεί, σκεφτικός, πάνω στην άχρονη πηχτή επιφάνεια, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ την κύηση ενός κύματος ή τη μαρμαρυγή.

Με τον καιρό, ωστόσο, το δέος του πρωτάρη καταλάγιασε. Η αντάρα έδωσε τη θέση της στην διαυγέστερη ματιά κι η αφέλεια ωρίμασε σε δικαιοσύνη. Ο Χάροντας έβλεπε τώρα, καθαρότερα, πως τούτες τις ψυχές τις μάστιζε κάτι σκοτεινότερο κι από τη φοβερή τους μοίρα : η αχαριστία. Χτυπιόντουσαν στις κουπαστές, οδύρονταν και ξέσκιζαν τις λιγοστές τους σάρκες - 'κείνες, που μόλις κρέμονταν απ' το παλιό τους σχήμα - μα δίχως να δίνουν την παραμικρή σημασία η μια στην άλλη ή τι γινόταν γύρω τους. Έχωναν τα κοκκάλινα χέρια τους βαθιά στις άδειες κόγχες των κρανίων, ψαχουλεύοντας ν' αντλήσουν κι άλλην απελπισία ή μυξόκλαιγαν τα σωθικά τους που ξερνώνταν απ' τις παρειές, τις γνάθους, σα μακρουλοί γλοιώδεις σάλιαγκες, πίσω στον εαυτό τους. Χτυπιόντουσαν όχι σαν πλάσματα που 'χασαν κάτι πολύτιμο, μα σαν πλάσματα που δεν είχανε ποτέ κάτι πολύτιμο ∙ σα να μην είχανε ποτέ τους ζήσει, σα να μην είχανε ποτέ σηκώσει το βλέμμα τους στον ήλιο. Οδύρονταν σα να μην είχαν λαχανιάσει τα πνευμόνια τους ανάσες, σα να μην είχαν λουλουδιάσει τα χείλη τους κουβέντες, σαν να μην είχανε κρατήσει στα χέρια τους τη σάρκα ζεστή, το σίδερο και τον πηλό. Μα 'κείνο που περισσότερο εκνεύριζε το Χάροντα, περισσότερο κι απ' την τυφλότητα μπροστά στη χάρη που δωρίστηκε κάποτε, έστω και άπαξ, ήταν εκείνη η αηδιαστική εμμονή του καθενός στο δράμα του σα να μην ήταν άλλος. Σα να μην είχανε πεθάνει άλλοι τόσοι πριν απ' αυτόν, μαζί μ' αυτόν. Σα να μην επρόκειτο να ψοφήσουν άλλοι τόσοι, πεπερασμένοι μ' αναρίθμητοι, όπως σαρώνεται η θνητότητα απ' το χρόνο.

Κάποτε, σκυθρωπός, αποφάσισε πως τούτη η φάρα των ανθρώπων ήτανε φάρα μικρόψυχη και αλαζονική. Δεν εκτιμούσαν ποτέ και τίποτα, τουλάχιστον τίποτα που τους χαρίστηκε ανώφελα. Από δαύτους, μόνο μια χούφτα στάθηκαν, όχι απλά απέναντι στη ζωή, μα βούτηξαν μέσα της ολάκεροι. Έγιναν ζωή οι ίδιοι, αντί απλά να ζουν. Οι περισσότεροι την τσέπωσαν στα μουλωχτά. Την άρπαξαν, από το πουθενά ως δεδομένη. Κι άλλος κρύφτηκε πίσω της φοβισμένος και μικρός, κι άλλος χλαπάκιασε καρπούς με δυο μασέλες, δίχως να σπύρει ένα σπόρο, κι άλλος την κλώτσησε στην άκρη σα σκυλί. Μα τώρα, τώρα που χάσανε τα πάντα ανεπίστρεπτα, στηθοκοπιούνται και θρηνούν σα να μην ήτανε ποτέ ζωή γι' αυτούς. Παράδοξο, σκέφτηκε ο Χάροντας. Οι περισσσότεροι ζήσανε σα μπακάληδες, παρά σαν άνθρωποι αληθινοί. Μια ζωή ζύγιζαν κι υπολόγιζαν τα πάντα, το κόστος και το κέρδος, κι όποτε βρίσκανε κάτι ακριβό το φύλαγαν σα κόρη οφθαλμού, κι άμα τους έπεφτε λειψοβαρές το πέταγαν στη μούχλα σα σκουπίδι. Μα τούτο τ' ακριβότερο χάρισμα - η ζωή - γλίστρησε απ' την ψυχή τους, ίδια γλίτσα, και ξεπουλήθηκε ρετάλι στα παζάρια. Τι αν σήμαινε στ' αλήθεια κάτι - το γύριζε στο νου του ο σκοτεινός πορθμέας, παλεύοντας να καταλάβει το ξένο προς τη φύση του - σήμερα δε θα παράδερναν στην απελπισία, θα χαμογελούσαν χορτάτοι και μακάριοι που φτάσανε κάποτε να κερδίσουν τέτοιο κέρδος.

Έτσι σκεφτόταν συνοφρυωμένος ο Χάροντας κι έτσι, ως μετρούσε τις φθίνουσες μάζες των ανθρώπων, κατέληξε πως σε τέτοια πλάσματα δεν άξιζε να τους χαρίζεσαι. Μόνο αν αναγκάζονταν σε κάποιο αντάλλαγμα, μόνο μεσ' απ' το ζύγι, θα κατάφερνε τούτο το σκουληκοφαγωμένο γένος να εκτιμήσει οτιδήποτε. Έλαβε την απόφαση να πάψει πια τα ελευθέρας κι έπιασε να τους γυρεύει ναύλα. Άμα δεν ήταν άξιοι της ζωής, γιατί θα 'πρεπε του θανάτου να 'ναι άξιοι; Πώς αλλιώς; Θα 'πρεπε, τουλάχιστον, τούτο : να κερδίσουνε το θάνατό τους. Στάθηκε, τώρα, μπροστά σ' αυτό το νέο πρόβλημα : τ' ήτανε πρέπον να ζητήσει ως αντίτιμο, τέτοιο που να μην ήταν ούτε αδιάφορο, ούτε απ' την άλλη κι εξωφρενικό; Δίχως ιδέα από ζωή και γι' άλλη μια φορά, ο Χάροντας έπεσε στην παγίδα να δικαιώσει ασύμμετρα, τούτες τις άχρηστες ψυχές, αποδίδοντας τους ευγένεια πιότερη απ' όση χωρούσαν. Σα συνωστίζονταν μπροστά του, τα ρικνά ετούτα στίφη με τ' αδειανά τους μάτια, έπιανε να τους ρωτάει έναν-έναν, ποια 'ταν η ομορφότερη στιγμή του βίου τους. Κι εκείνοι κοντοστέκονταν για μια στιγμή, γυρεύοντας μες στα κρανία τους και στους απόηχους των τετελεσμένων μιαν επαρκή δικιολογία, ένα άλλοθι να στέκει για την κατασπατάληση του εφήμερου.

Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια ή τους αιώνες, κάτι γινόταν. Κι ο Χάροντας δε γύρευε πολλά. Η θυσία στο πεδίο μιας μάχης δίκαιης, τα τρανά επιτεύγμα του νου και του χεριού, η μετοχή στο αγαθό και η σπορά του, όλα ετούτα ήταν καλά και ευγενή. Μα του αρκούσε η μαρτυρία ενός καθαρού βλέμματος, η νοστιμάδα μιας αγκάλης, η μυρωδιά ενός μωρού, η λιακάδα μιας παρέας, ο λόγος ενός φίλου. Δε ζητούσε τίποτε περισσότερο απ' την ευωδιά ενός μαγιάτικου περίπατου, το ζεστό χνώτο μιας παγερής ημεράς, το αίσθημα της περπατησιάς πάνω στην υγρή άμμο. Ένας φιλόξενος καφενές μέσα στη μπόρα, ένα μοιρασμένο χειμωνιάτικο κρεβάτι, δυο παλάμες ξεχειλισμένες κρήνη και πλάτανο, ένα αρμυρίκι και μια μεστωμένη ντομάτα πολιορκημένα απ' το καταμεσήμερο. Τέτοιες μικρές καταθέσεις αρκούσαν να μαλακώσουν την καρδιά του Χάροντα. Κι αν του φαίνονταν ετούτα θαυμαστά και τίμια κι ενέκρινε το βίο ως επαρκή ανταμοιβή του, άπλωνε τότε το μελανό του χέρι, σχεδόν με νεύμα τρυφερό, κι επέτρεπε σ' όσες ψυχές να προχωρήσουν στ' απολιθωμένο του σκαρί.

Μα με το πέρασμα του χρόνου, λιγόστευαν ολοένα οι ψυχές που 'χανε κάτι σημαντικό να πουν. Ας ήταν κι ελάχιστο, όμως σημαντικό. Κι άλλος μιλούσε για τα σπίτια που 'χτισε, για τα προικιά που πήρε, τα βαρύτιμα ενδύματα που κρύψανε τη γύμνια του, άλλος για τις χώρες που κατάκτησε, τα πλούτη που λεηλάτησε, τα σώματα που βίασε. Άλλος, πάλι, για τους ογκώδεις τόμους που συγκέντρωσε, τις εμβριθείς σπουδές του σε βλοσυρές ακαδημίες, κι άλλος για τίτλους πολυσέβαστους, τρανές επιχειρήσεις, τ' αμέτρητα κορμιά που 'χε στη δούλεψή του, τις χορηγίες ή το φιλανθρωπικό του έργο. Άλλοι τώρα πιο ταπεινοί, καμώνονταν πως έκαναν τις τρεις δεκάρες πέντε, σοδόμησαν και μια γυναίκα παραπάνω, γίνανε ζηλευτοί στο γείτονα και φέρανε στον κόσμο ένδοξα τέκνα, συνεχιστές του ονόματος, του αίματος και της ασημαντότητάς τους. Κι έβλεπε ο Χάροντας πως τούτες οι σκιές που φτάνανε, ολοένα και περισσότερες μαζί με τους αιώνες, ήταν ήδη σκιές από τα πριν. Έβλεπε τους ανθρώπους ν' απονεκρώνονται πολύ νωρίτερα, από την ορισμένη μέρα τους. Παρατηρούσε το βασίλειο της ζωής να φθίνει και την επικράτεια του Άδη να εξαπλώνεται. Φούσκωνε ο Αχέροντας κι έπνιγε τις παρυφές του πάνω κόσμου. Κι ήταν στιγμές, που δεν ξεχώριζ' εύκολα κανείς, πού σταματούν οι ζωντανοί, πού ξεκινούν οι αποθαμένοι.

Για τούτο, βέβαια, έφερε ένα μερίδιο ευθύνης και ο ίδιος. Μ' αυτά τα νέα του κριτήρια και συν τω χρόνω, όλο και λιγότερες ψυχές τελικά διαπορθμεύονταν, εκείνες δηλαδή που ο Χάροντας έκρινε άξιες. Οι άγονες ερημιές, που απλώνονταν από τις εμπασιές του Άδη ίσαμε πέρα τις όχθες του Αχέροντα, έπιασαν να γεμίζουν από πλάνητες νεκρούς, σάπια κορμιά κι οιμώζουσες ψυχές. Άκουσε ο Άδης τόσον αχό κι αντάρα, είδε και το βασίλειό του να ερημώνει από κόσμο, κίνησε να δει τι γίνεται. Σαν έφτασε στο Χάροντα, οι ψυχές κόντευαν να ξεχειλίσουν έξω, στον πάνω κόσμο. Τέτοιο κακό είχε να συμβεί, από τότε που 'κείνος ο διάολος ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο και πλάνταξε η γης από το βάρος των νεκρών. Έπιασε το Χάροντα ο Άδης και του το ξεκαθάρισε, πως τέτοιοι πειραματισμοί θα 'πρεπε, μια κι έξω, να τελειώνουν. Κι ακόμη-ακόμη ότι ο κάτω κόσμος είναι δικαιοσύνη από μόνος του, για τούτο δε χρειάζεται πιότερη δικαιοσύνη πάνω στην προηγούμενη. Κι ούτε το ένα βασίλειο -της ζωής- ούτε το άλλο -του θανάτου- είναι απεριόριστα κι ούτε έχει κανένα τη δική του ξέχωρη νομοτέλεια, μα και τα δυο τους υποτάσσονται σε μίαν άλλη. Έτσι δεν είναι του καθενός να βουτά το ζύγι και να παίζει, άμα δεν έχει γνώση κι άλλα τέτοια. Φύσαγε και ξεφύσαγε ο Άδης, μέχρι που κάποτε ηρέμησαν τα μελίγγια του, έβαλε την περικεφαλαία του κι εξαφανίστηκε, διευκρινίζοντας πρώτα μ' αδήριτη σαφήνεια τη βούλησή του. Όλη την ώρα αυτή, τον άκουγε ο Χάροντας καλά καλά και πάλευε να καταλάβει πού είχε σφάλλει. Μα ήταν πέρα απ' τις δυνάμεις του.

Είδε κι απόειδε ο έρμος, πως δεν υπήρχε σωτηρία για δαύτους τους ανόητους θνητούς, που άλλο δεν καταλάβαιναν από συμφέρο και στρογγυλά νομίσματα, μα είδε και τα προβλήματα του εφήμερου και του πεπερασμένου που 'τανε άλυτα κι απροσπέλαστα απ' την αιώνια φύση του. Άφησε στην άκρη κάθε ελπίδα κι έπιασε, πλέον, να μιλά στις ψυχές τη μόνη γλώσσα που κατανοούσανε : το χρήμα. Κάθισε κι έκαμε τους λογαριασμούς του, πόσο του κοστίζει το πορθμείο κάθε χρόνο και κάτι μικροέξοδα διαδικαστικά, έκαμε λίγες πρόχειρες διαιρέσεις με το νου και χάραξε στην άμμο ένα ποσό. Φώναξε τον Ερμή, τον ενημέρωσε, τον όρισε υπεύθυνο να διαδώσει ανάμεσα στους θνητούς τη νέα του πολιτική και γύρισε στις ευθύνες του, αμίλητος και σκεπτικός. Από τότε δεν έχουν αλλάξει και πολλά στο σκοτεινό βασίλειο - φταίει που κι ο χρόνος δεν έχει τη δύναμη, να φτάνει τόσο βαθιά στη γης. Ο Χάροντας συνεχίζει με τον ίδιο ρυθμό να οργώνει την πηχτή επιφάνεια του Αχέροντα ή της Αχερουσίας, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ την κύηση ενός κύματος ή τη μαρμαρυγή. Κατά καιρούς, κάποια ψυχή ξεχωρίζει, γίνεται λίγος ντόρος, θυμάται ο Χάροντας το νεότερο εαυτό του και κοντοστέκεται για λίγο. Έτσι γίνηκε κάποτε με το Μένιππο, κακό σκυλί τούτος εδώ, χόρευε, τραγουδούσε και δεν είχε ησυχία. Μα σαν τον αποβίβασε στην αντιπέρα όχθη και περίμενε τον ίσκιο του να χαθεί στο βάθος, έτσι αναπόδραστα όπως φθίνει κάθε ίσκιος, είτε μεγάλου ανδρός, είτε ασήμαντου, γύρισε ο πορθμέας απ' την άλλη - να μην βλέπουν - χαλάρωσε το βλοσυρό του μέτωπο κι ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε.

Thursday, January 31, 2019

Του μικρού Θαλή

[ Μια μισοφαγωμένη ιστορία ... ]

Θα 'τανε δε θα 'τανε χαράματα, πάνω στο μικρό λοφάκι στη δυτική όχθη του λιμανιού και πίσω από τις φυλλωσιές και τις χαραματιές ενός χαριτωμένου ιωνικού σπιτιού, αναστατωμένες λάμψεις κεριών πηγαινο-έρχονταν, σα μικρές πυγολαμπίδες. Στο σπίτι του Εξαμύου και της Κλεοβουλίνης, θύρες και θυρόφυλλα, άμα πήραν σιγοτρίζοντας την πρώτη βαθιά ανάσα, ξεσηκώθηκαν για τα καλά. Αν πλησίαζε κανείς στο πρόθυρο, ν' αφουγκραστεί τα τεκταινόμενα, δε θ' άντεχε να μη γυρίσει το κεφάλι του μια στάλα πίσω. Στ' ανατολικά, ένας βαθύς ουρανός περνούσε με το πρωινό του αστάρι μια χούφτα μπαμπακένια σύννεφα κι ακριβώς απέναντι το λιμάνι. Οι καλλίγραμμες πεντηκόντοροι κρύβονταν ακόμα ληθαργικά μέσα στις σκιές και στις υποψίες, ωστόσο, οι φιγούρες των καταρτιών ξεπρόβαλαν αλώβητες απ' τα σκοτάδια και λικνίζονταν παιχνιδιάρικα, στο μενεξεδί φόντο. Δε θα 'ταν και πολύ ώρα, κάτι τελευταία ψαράδικα είχαν ξεμακρύνει νυσταγμένα κι έχοντας πια σβήσει κι ο παραμικρός παφλασμός κουπιών, τα πάντα είχαν βουτηχτεί πίσω σε κείνη τη γαλακτερή, πρωινή αχλή, τη γεμάτη απ' το μυστήριο και τις υποσχέσεις μιας καινούργιας ημέρας. Σ' ολάκερη τη Μίλητο επικρατούσε το γουργούρισμα των ανθρώπων, οι οποίοι ροχαλίζουν ακόμα σα γουρούνια ή έστω χουζουρεύουν όπως οι ναζιάρες γαλές. Ή, τέλος πάντων, σχεδόν σ' ολάκερη τη Μίλητο, παρεκτός φυσικά της οικίας που μας ενδιαφέρει.

Κι έτσι, όσην ώρα εμείς χαζεύαμε στεκάμενοι στο πρόθυρο, πράματα και θάματα συνέβαιναν στην κρεβατοκάμαρα του ζεύγους ∙ όχι φυσικά από εκείνα που φαντάζεστε, καθώς ετούτα είχαν προηγηθεί της διήγησής μας εννέα μήνες και κάτι ψιλά. Γυναίκες μπαινόβγαιναν στην κάμαρα, άλλες με φούρια και ζεστά πανιά κι άλλες αγουροξυπνημένες, σουσουρίζοντας χαμογελαστές, με τα πειράγματα μετέωρα στις άκρες των χειλιών τους. Όσο να μπουν, να καλομπούν να καλοκουβεντιάσουν, μια πνιχτή διαμαρτυρία έσκασε ανάμεσα στους ψιθύρους. Πνιχτή στην αρχή, μα κατόπιν, σα ξεθάρρεψε, γίνηκε τσιρίδα τέτοια, που όμοιά της δεν είχε ματακουστεί στη γειτονιά. Τρόμαξαν και τα κοκόρια, ένα πράγμα. Τα μάτια της Κλεοβουλίνης, ωστόσο - μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, στο χρώμα του κάστανου της Καρίας - αν και κατάκοπα από τις ωδύνες και την προσπάθεια, έλαμπαν ήδη σαν δυο μικροί ήλιοι, μέσα στην ευλογημένη εστία χαράς, που ήταν πια το σπιτικό της.

Αλλά υπάρχει χαρά, που 'ναι για όλους; δεν υπάρχει. Ο μικρός Θαλής, διόλου δε γούσταρε να τον ξεσηκώνουν πρωινιάτικα απ' το ζεστό, ληθαργικό του άντρο. Συνέχιζε να γκαρίζει και σταματημό δεν είχε, το σκασμένο. Ήταν όμως και κάτι άλλο, κάτι δέκα φορές χειρότερο, που μάλλον ξεπερνούσε το απλό ξεβόλεμα. Ήταν όλα ετούτα τα καινούργια πράγματα που συνέβαιναν γύρω του κι απ' τα οποία δεν καταλάβαινε γρι, αυτή η θολούρα κι αυτή η φασαρία, τα χαχανητά κι ένα σωρό άγνωστα κι ανησυχητικά ερεθίσματα. Τι κόσμος ήταν αυτός, λοιπόν, που μ' έφερες Εξαμύη να ζήσω; Αυτό το εκνευριστικό, αναπάντητο "γιατί" του κόσμου καρφώθηκε, από εκείνη τη στιγμή, στο δόξα πατρί του μικρού τενόρου και βάλθηκε να βρει μιαν απάντηση σωστή, μέχρις ότου - πολλά χρόνια μετά - άφησε πια την τελευταία του πνοή, ξεχωριστός ανάμεσα στους ανθρώπους κι έχοντας πάρει λίγο από το αίμα του πίσω.

[ ... ]

Περνούσαν, λοιπόν, οι μήνες στην αρχή και τα χρόνια αργότερα, για το μικρό Θαλή. Έπαψαν να του τρέχουνε τα σάλια, μέχρι που κάποτε κατάλαβε πως η γλώσσα είχε κι άλλη χρησιμότητα, πέραν δηλαδή του να γλύφει τη φρουτόκρεμα. Άμα πήρε πρέφα και το πώς συντάσσεται μι' αξιοπρεπής πρόταση, γλώσσα δεν έβαζε μέσα του.

- Μαμά, τι 'ναι θεός; Μπαμπά, ποιος φέρνει τα παιδιά; πόσο μακρυά βρίσκεται ο ουρανός; από πού έρχονται οι Πέρσες; τι έχει μέσα ο ήλιος; τι πα να πει κομμουνιστής; τι 'ναι ένα αυγό μελάτο; γιατί κλειδώνεται ο παππούς με τη δούλα, κάθε μέρα;

Ο Εξαμύης είχε σκάσει από τα νεύρα του, σταματημό δεν είχε, το ζερζεβουλοπαίδι. Αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή, που τού 'στείλε ο θεός αγόρι. Μα κατά βάθος, ήταν περήφανος μέχρι τα μπούνια και στον καφενέ - δεν είχανε τέλος πάντων καφενέδες τότε, αλλά λέμε, αν είχανε - εξιστορούσε καθημερινά όλες τις καινούργιες σκανταλιές του κανακάρη του και γελούσανε ως και τα μουστάκια του - δεν άφηναν, βέβαια, μουστάκια εκείνη την εποχή, αλλά λέμε, αν άφηναν. Η Κλεοβουλίνη, από την άλλη, είχε να το λέει και να το καμαρώνει: και τι όμορφο παιδί, και τι έξυπνο, και τι, και τι... δεύτερο δεν έβρισκες όχι στη Μίλητο, στην Ιωνία όλη. Τώρα εννιά στις δέκα μάνες, άμα τις ρωτήσεις, απαγγέλουν αυτή την ίδια παραμύθα, από τότε που γίνηκε η πρώτη μάνα. Κι άμα τύχει να συναντήσεις το λεγάμενο, είναι ένας μπούλης πρώτης, από εκείνους που για να σκύψουν να δέσουν τα σανδάλια τους έχουν φτάσει πια τριάντα χρονών μοσχάρια. Η Κλεοβουλίνη ωστόσο, χωρίς να το συνειδητοποιεί στ' αλήθεια, αντιπροσώπευε επάξια τη δέκατη μάνα των στατιστικών ∙ ο μικρός Θαλής ήταν πραγματικά ένα πιτσιρίκος ξεχωριστός.

Όταν έφτασε πια στην ηλικία, όπου κατάλαβε ότι μπορεί να την κοπανάει από το σπίτι, δίχως να πέφτουν κεραυνοί να τον κάψουν - εξόν, δηλαδή, καμιάς εξαμύιας καρπαζιάς - ο Θαλίσκος εξαφανιζόταν ώρες ατελείωτες.

- Μαμά να πάω στο λιμάνι;
- Να 'σαι πίσω πριν σκοτεινιάσει.
- Καλά ρε μαμά, παιδιά είμαστε;

Πήγαινε στ' αλήθεια στο λιμάνι, μ' αν τον αναζητούσες μετά από καμιά ώρα, πουθενά ο Θαλής. Κι έβγαινε η κακομοίρα κυρά-Κλεό στη ξώπορτα και γκάριζε - την άκουγε η μισή Μίλητος και κάτι περίχωρα:

- Θαληηή! Που 'σαι βρε αθεόφοβε κι έχει πιάσει να νυχτώνει;

Μισή μερίδα με δυο καλαμάκια για πόδια κι είχε μάθει πια τη πόλη καλύτερα κι από τους ταξιτζήδες. Αλλά κι η Μίλητος τον είχε μάθει και τον αγαπούσε. Γιατί πέρα από την τρέλα που κουβαλούσε, ήταν πάντα χαμογελαστός κι ευγενικός με όλους, ήταν αυτό που λέμε "το καλό παιδί". "Βρε ξύπνα" του λεγε ο πατέρας του "ο κόσμος είναι κακός". "Ξύπνιος είμαι, εσείς κοιμάστε" ανταπέδιδε ο μικρός, τρέχοντας προς την εξώπορτα, της πατρικής παντόφλας άρτι περιδινομένης αποφευξάμενος. Του στοίχησε, κάπως, αυτή η καλοσυνάτη ευθύτητα, όταν αργότερα, στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τα περισσότερα κορίτσια τον έβλεπαν σα... φίλο. Μα ο Θαλής δε μάσαγε. Έκανε πάντα αυτό που του 'λεγε η καρδιά του και δεν λογάριαζε κανένα τίμημα και κανέναν τιμητή. Πώς να μην το αγαπήσεις, ετούτο το παιδί; Όταν σε κοιτούσε μ' εκείνα τα βαθιά, σκούρα του μάτια, διεισδυτικά και αεικίνητα, ο μικρός αλητάκος σε μάγευε αμέσως ∙ σα να 'χες μεγάλον άνθρωπο απέναντί σου.

[ ... ]

Το πιο συχνά, όπως είπαμε, θα τον έβρισκες στο λιμάνι. Χάζευε την πολύβουη ανθρωποθάλασσα που συγκεντρωνόταν, κάθε που πιάναν σκάλα τα εμπορικά, παρατηρούσε τις πολύχρωμες πραμάτειες που κατέφταναν από κάθε γωνιά της γνωστής τότε γης, τα εξουθενωμένα πληρώματα, τους πολυπράγμονες εμπόρους, τα ρούχα των ανθρώπων, τα σκέρτσα, τα πρόσωπα, τις ομιλίες. Με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και μάτια γουρλωμένα, άκουγε ιστορίες από την άλλη άκρη της θάλασσας ή από τα βάθη της Μικράς Ασίας, για αχανείς αυτοκρατορίες και βασιλείς που κολυμπούσαν στα πλούτη, εκστρατείες και μάχες γεμάτες δόξα και θάνατο, θαλάσσια τέρατα, φριχτά γεννήματα του Ποσειδώνα, ψηλά όσο τα ψηλότερα κύματα και σκοτεινά σαν τα βαθύτερα σκοτάδια της νύχτας, για λαμπρούς Φαραώ και τάφους πελώριους, με κορυφές που άγγιζαν από τη μία τα σύννεφα, μ' από την άλλη βυθίζονταν στέρεα θεμελιωμένοι σ' ερήμους πλατιές τόσο, που το μάτι δεν έφτανε να τις αγκαλιάσει. Άκουγε ο Θαλής όλα αυτά τα θαυμαστά και του τρέχανε τα σάλια, όπως τρέχουνε σήμερα στους πιτσιρικάδες που βγαίνουν απ' τα σινεμά ή ξημεροβραδιάζονται στα κομπιούτερς.

Άλλοτε, πάλι, βοηθούσε τους ψαράδες στο λέντισμα και στο νετάρισμα, κι εκείνοι τον είχανε για γούρι, καθότι δεν υπάρχει πιο προληπτική φάρα από τους ανθρώπους της θάλασσας. Η αλήθεια βέβαια ήταν λίγο πιο μέση ∙ βλέπεις το ξεμπέρδεμα των διχτυών είναι αγγαρεία υπόθεση κι όσο να 'ναι, το μερίδιο που αναλάμβανε ο Θαλίσκος ήταν πολύ μεγαλύτερο συμφέρον για τους ψαράδες, απ' όσο καταλάβαινε ο πιτσιρικάς, που το 'παιρνε για παιχνίδι. Μα δεν του φτάνανε οι ψαράδες του μικρού διαόλου: στο σιδεράδικο πρώτη φάτσα πρόσεχε το καμίνι, στον αγγειοπλάστη νάτος πάλι, γυρνούσε τον τροχό, στο καρνάγιο κουβαλούσε τρέχοντας τα εργαλεία και στο βαφείο - εκεί αποτρελαινόταν - βουτούσε τα χέρια του όπου να 'ναι και τον κυνηγούσαν, πρώτα ο βαφέας κι ύστερα η Κλεοβουλίνη, κάθε που γύριζε στο σπίτι αγνώριστος και γέμιζε τους τοίχους μπογιές.

Παραδίπλα στο λιμάνι, βρισκόταν το Δελφίνιο, ένα μικρό ιερό αφιερωμένο στο Δελφίνιο Απόλλωνα κι ένας υπαίθριος βωμός, όπου τριγύρω μαζεύονταν οι άντρες να τα πουν σαν άντρες, εκτός κι αν έπαιζε κανάς απόπλους, οπότε θυσίαζαν στο θεό για το καλό κατευόδιο κι έπειτα μασαμπούκιαζαν τα θεϊκά κοψίδια ∙ ότι ο θεός βλέπεις ήταν σε δίαιτα πεντέξι αιώνες και δεν τιμούσε τα κρεατικά, ιδιαίτερα. Ούτε το Δελφίνιο ήτανε ξένο, στο μικρό πλάνητα. Στριμωχνόταν ανάμεσα στους ενήλικες, που κουβέντιαζαν - το πιο συχνά τσακώνονταν - για τα της πόλης τους, για τα της οικίας τους ή για το πόσο είχε ακριβύνει η ζωή και άλλα παρόμοια. Εδώ άκουσε πρώτη φορά λέξεις όπως "λαός", "ολιγαρχία" και "τύρρανος", έμαθε για κάποιαν Αθήνα μητρόπολη, για Λύδους, Μήδους και Σαμιώτες και για μια μακρινή αποικία, που τήνε λέγαν Ναύκρατη. Εδώ κατάλαβε, πρώτη φορά, πως δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι ίσοι. Για τους δούλους γνώριζε απ' το σπίτι του, αλλά για τη φτώχεια, τον πλούτο, το συμφέρον, την εξουσία, τον πόλεμο, άρχιζαν σιγά-σιγά να ξεδιαλύνονται οι έννοιες, μες στο μυαλό του. Έπηζε ο κόσμος γύρω του, αποκτούσε συνοχή, σχέσεις και νόημα. Και φυσικά, το τελευταίο ετούτο, δεν έμοιαζε παρά ελάχιστα μ' εκείνο που γνώριζε από τ' αρχοντικό του σπίτι. Τα ένιωθε περισσότερο, στην ηλικία του, παρά τα καταλάβαινε όλα ετούτα. Τα νοήματα ήσαν όσα και οι άνθρωποι κι άκρη δεν έβγαζε ακόμα.

Άμα βαριόταν, όμως τους ανθρώπους, χανόταν στην ύπαιθρο, στα αλσίλια της πόλης και στις παραλίες. Έβρισκε μια σκιά τα καλοκαίρια ή κάποιο απάγκιο τους χειμώνες και χάζευε τους ουρανούς και τους ορίζοντες. Συλλογιζόταν ένα σωρό πράματα, που ούτε κι ο ίδιος συχνά τα καταλάβαινε - κάποτε κάποτε γελούσε και με τον εαυτό του γι' αυτό. Όταν έφτιαχνε - όπως όλα τα παιδιά - σχήματα και πλάσματα με τα σύννεφα, δεν του 'φτανε να λέει πως τα σύννεφα είναι του Διός. "Καλά ποιανού είναι, το ξέρω" έλεγε του πατέρα του "αλλά τι πράγμα είναι ένα σύννεφο;". "Σαν το μαλλί που κουρεύουνε τα πρόβατα" του 'λεγε ο άμοιρος Εξαμύης "μόνο που 'ναι βρεγμένο και στάζει, να όπως τα μουλιασμένα ρούχα". "Μα τι βλακείες είν' αυτές;" σκεφτόταν ο Θαλής "Τι δουλειά έχουν οι προβατίσιες τρίχες να πετάνε; άμα τις βάναμε όλες κάτου, να ξαναφτιάξουμε πρόβατα, τόσα κεφάλια δεν μαζεύονται ούτε σ' όλη τη μεσόγειο". Ίδια δουλειά με τα πάντα. Άμα χάζευε μυρμήγκια με τους φίλους του και τα βάζανε να περνούν ένα σωρό δοκιμασίες - λαβύρινθους από ξυλάκια, φορτία από σπόρια, αναμετρήσεις με άλλα ζωύφια - του Θαλή δεν του 'ταν αρκετή η πλάκα. Σκάλιζε τα καημένα τα μυρμήγκια και τις μυρμηγκοφωλιές, γύρευε να δει, να μάθει, να καταλάβει: πόσο μεγάλες είναι, πόσο βαθιά φτάνουν, πόσα μυρμήγκια χωράνε, γιατί ο μέρμηγκας είναι τόσο δυνατός, γιατί διαλέγει το ένα μονοπάτι και το άλλο όχι;

[ ... ]

Κι έτσι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας, ρουφώντας σα σφουγγάρι όλες τις γνώσεις και τις συνήθεις των ανθρώπων, που αθρόα γέμιζαν τους δρόμους και την αγορά της όμορφης αυτή πόλης. Σα μεγάλωσε και μπήκε πια στην εφηβεία, ο πατέρας του αποφάσισε πως ήταν καιρός να μεριμνήσει για την παιδεία του μικρού. Τα λεφτά δεν λείπανε από το σπίτι τους, οικογένεια καλοβαλμένη και σεβαστή, έτσι ο κατάλληλος παιδαγωγός δεν άργησε να βρεθεί. Το "κατάλληλος" φυσικά ήταν μια κουβέντα, γιατί παιδαγωγός κατάλληλος ν' αναμετρηθεί με το ατίθασο κι ερευνητικό πνεύμα του Θαλή μπορεί και να μην υπήρχε γεννημένος ακόμα. Ο κακομοίρης δασκαλάκος τα 'βρισκε μπαστούνια.

- Έτσι που λες Θαλή. Είναι χάρη στην καλή μας Δήμητρα και την κυρα-Περσεφόνη, που βλασταίνουν τα χωράφια μας κι έχει το αθεόφοβο στομάχι σου να φάει, να σκάσει, μπας και ησυχάσουμε από σένα.
- Εγώ εντάξει, να σκάσω δάσκαλε, αλλά τούτο πες μου: πώς χωράει ολόκληρο κυπαρίσσι μέσα σ' ένα τόσο δα σποράκι; Αυτά ξέρεις να μου τα πεις ή χάνουμε τον καιρό μας τώρα;

"Αυτά είναι στο επόμενο κεφάλαιο" ή " άγνωσται αι βουλαί του Διός" απαντούσε απηυδησμένος ο παιδαγωγός, με την πίεση στο κόκκινο και σηκώνοντας τα χέρια δυτικά, κατά Όλυμπο μεριά ∙ γιατί τότε δεν κάνανε ακόμα το σταυρό τους σ' αυτές τις περιπτώσεις και γι' αυτό δεν πρόκοψαν, σαν και μας που έχουμε τηλεόραση κι αεροπλάνα και βόμβα ατομική, χάρη στον καλό θεούλη.

[ ... ]

Μερικά από τα πράγματα που προβλημάτιζαν το Θαλή ήταν κι ο διττός τρόπος, που συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι γύρω του. Για παράδειγμα οι ναυτικοί, προτού ξεκινήσουν για τ' οποιοδήποτε μακρινό ταξίδι, παρ' ότι δεν παρέλειπαν ποτέ να θυσιάσουν, όπως είπαμε, στο δελφίνιο Απόλλωνα εκεί δίπλα, ποτέ φυσικά δεν έβαζαν τον Απόλλωνα στο πηδάλιο, στον ιστό, στους υπολογισμούς των άστρων. Παρά μετρώντας και ζυγίζοντας τα σημάδια και τις γνώσεις των χρόνων, κατάφερναν να φτάνουν στους προορισμούς τους με τη βοήθεια του νου περισσότερο, παρά του θεού.

[ ... ]

Wednesday, April 11, 2018

Κενή Διαθήκη

Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, χτύπησε την πόρτα ένα μικρό, πεινασμένο ζητιανόπουλο, παρακαλώντας για ένα ξεροκόμματο. Ο Χριστός λυπήθηκε το μικρό παιδί, αλλά το πηρε στην άκρη και του εξήγησε όσο πιο απολογητικά μπορούσε ότι το λιγοστό ψωμί και το κρασί τους ήταν μετρημένα γι' ακριβώς δώδεκα άτομα και δεν ήταν δυνατόν, τελευταία στιγμή, να κάμει διαφορετικά. Οδήγησε το παιδί πίσω στην έξοδο, χαϊδεύοντας τρυφερά τα βρώμικα, ανακατεμένα του μαλλιά και το αποχαιρέτησε μ' ένα πονεμένο - όλο κατανόηση - χαμόγελο. Στη συνέχεια, επέστρεψε στα - από αιώνες - προφητεμένα Του καθήκοντα, τα οποία είχαν μείνει εντωμεταξύ σε εκκρεμότητα, λησμονώντας εντελώς το ταπεινό περιστατικό, για το υπόλοιπο του (σύντομου) επίγειου βίου Του. Λέγεται τώρα ότι εκείνο το παιδί, που ξεψύχησε λίγες ώρες αργότερα σε κάποιο μισογκρεμισμένο ρημάδι, ήταν ο ίδιος ο Χριστός σε μικρότερη ηλικία, καθώς αποφάσισε να επισκεφτεί τον ωριμότερο Εαυτό Του. Όταν κατόπιν, ανηλειμμένοι κι οι δυο στους ουρανούς, κουβέντιαζαν μεταξύ Τους πάνω στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, κατέληξαν από κοινού στο πόσο μαλάκας μπορεί να γίνει ο Άνθρωπος, όταν μετά τα τριάντα του έχει να φάει και να πιει. Συμφώνησαν, επίσης, ότι ακόμη και στα πιο αγαθά Του Σχέδια, η πονηρή ουρά του Όφεως, μη δυνάμενη να παρεισφρήσει στα Σχέδια καθαυτά, θα βρίσκει ωστόσο πάντα μια σκοτεινή γωνίτσα να φωλιάσει, σ' εκείνο το παραγνωρισμένο κτητικό "Του".

[2015]

Η ιστορία ενός ανθρώπου ...

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άνθρωπος, του οποίου η μοναδική επιθυμία ήταν να μάθει την αγάπη. Μια και δυο, πήρε τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του, ταξίδεψε στο πιο φημισμένο μοναστήρι και μαθήτευσε στο πλευρό του αγιότερου ανθρώπου,εκείνης της εποχής. Πέρασαν χρόνοι και χρόνοι διαρκούς μελέτης, διαλογισμού, στερήσεων και ασκητικής, ώσπου έφτασε κάποτε μια μέρα, που ξάφνου - δίχως εκείνος να αντιλαμβάνεται το παραμικρό, μέσα στην ταπεινότητά του - άρχισε να ακτινοβολεί γύρω του μια αιθέρια αύρα κι όσοι τον κοίταζαν θαύμαζαν κι αντιθαύμαζαν. Κι ο ίδιος, όμως, ένιωσε πια πως ήταν έτοιμος να επιστρέψει στους ανθρώπους, να τους μιλήσει για όλη ετούτη την ομορφιά της αγάπης που 'χε πλέον ανοιχτεί απέραντη, μπροστά στα μάτια του. Πήρε, λοιπόν, ξανά τους δρόμους, μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης και, προτού περάσουν πολλές μέρες, έφτασε σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας. Το πρώτο βράδυ, μη γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια, έπεσε στα χέρια μιας άγουρης συμμορίας. Αφού τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου και βούτηξαν τα λίγα κέρματα και τα σανδάλια του, άφησαν τ' άψυχο σώμα να σαπίζει, παραχωμένο σε κάποιον υπόνομο, όπου τον ανακάλυψαν απ' την αποφορά της αποσύνθεσης, μερικές μέρες αργότερα. Κάπως έτσι, τελειώνει αυτή η ιστορία.

[2016]

Saturday, February 3, 2018

Μορφές του Όντος...

Πριν την αρχή του Χρόνου, ο Άνθρωπος γύριζε μόνος και φοβισμένος, περιπλανώμενος στα παγωμένα κενά και το έρεβος. Άμα γεννήθηκε ωστόσο ο Χρόνος, φανερώθηκε τότε στον Άνθρωπο ο Κόσμος σ' ολόκληρο το βουβό του μεγαλείο και το φως. Όταν πια και το τελευταίο αστέρι είχε περάσει μπροστά από το σαστισμένο βλέμμα, γύρισε ο Κόσμος και ρώτησε τον Άνθρωπο ποιος ήταν. Τότε ο Άνθρωπος - καθώς, μέσα στη μοναξιά του, δεν είχε ακομη κατακτήσει το λόγο και το ψέμμα - μαγεμένος έπλασε τη μουσική και το χορό, σαν απάντηση στον Κόσμο. Από τοτε Κόσμος κι Άνθρωπος έγιναν φίλοι κι άφησε ο ένας τον άλλο να κατοικεί μέσα του...

[2015]

Saturday, June 24, 2017

Ο τελευταίος Τζο

Ο Τζο τράβηξε τον τελευταίο άσο. Πως ήταν ο τελευταίος, φυσικά, δεν το γνώριζε ακόμη. Περιεργάστηκε για μια στιγμή το χαρτί στο χέρι του, τον τρόπο που γυάλιζε στο φως της λάμπας πίσω του. Ξάφνου, το αόριστο εκείνο αίσθημα καψυποψίας που τον βασάνιζε όλη τη βραδιά άστραψε στο νου του μ' όλη του πια την καθαρότητα. Ντύθηκε τη σάρκα και τα οστά της τελευταίας του σκέψης : η λάμπα πίσω του. Ο Τζο είχε ξεχάσει το βασικότερο κανόνα, αν όχι του μαφιόζου, τουλάχιστον του αξιοπρεπή χαρτοπαίκτη. Τέσσερις σφαίρες στην πλάτη και μία ακόμη στο πίσω μέρος του κρανίου διέκοψαν απότομα τους λογισμούς του. Αν του περίσσευε μια μικρή στιγμούλα ακόμα, απέναντι σε 'κείνο τον άσο που τον κοιτούσε ειρωνικά, θα γέλαγε σαν τρελός με τον εαυτό του. Πέρασε τη βραδυά περιμένοντας το σωστό χαρτί πάνω στο τραπέζι, μα ξέχασε πως το πραγματικό παιχνίδι παίζονταν γύρω του.

[2016]